Anonymous

συνδιεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιεκπίπτω''': [[διεκπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συνεξορμῶ, [[τρεῖς]] τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.
|lstext='''συνδιεκπίπτω''': [[διεκπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συνεξορμῶ, [[τρεῖς]] τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.
}}
{{bailly
|btext=s’élancer tout à coup ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διεκπίπτω]].
}}
}}