Anonymous

φέρμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φέρμα''': τό, ([[φέρω]]) τὸ φερόμενον, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κοιλίας, [[τέκνον]] (πρβλ. τὸ Σκωτικὸν bairn ἐκ τοῦ ῥήματος to bear, [[φέρω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 118. 2) [[καρπὸς]] τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 690.
|lstext='''φέρμα''': τό, ([[φέρω]]) τὸ φερόμενον, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κοιλίας, [[τέκνον]] (πρβλ. τὸ Σκωτικὸν bairn ἐκ τοῦ ῥήματος to bear, [[φέρω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 118. 2) [[καρπὸς]] τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 690.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> enfant, petit d’animal;<br /><b>2</b> fruit de la terre.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
}}