φέρμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (φέρω)
A that which is borne, fruit of the womb, A.Ag. 119 (pl., lyr.).
2 fruit of the earth, Id.Supp.690 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1262] τό, das Getragene, bes. die Leibesfrucht, Aesch. Ag. 118 Suppl. 672.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 enfant, petit d'animal;
2 fruit de la terre.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φέρμα: ατος τό φέρω
1 плод (πάνωρον Aesch.);
2 отпрыск, дитя Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φέρμα: τό, (φέρω) τὸ φερόμενον, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, τέκνον (πρβλ. τὸ Σκωτικὸν bairn ἐκ τοῦ ῥήματος to bear, φέρω), Αἰσχύλ. Ἀγ. 118. 2) καρπὸς τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 690.

Greek Monolingual

(I)
Ν
(β' εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω.
(II)
το, ΝΑ φέρω
1. ο καρπός της κοιλιάς, το έμβρυο
2. ο καρπός της γης.

Greek Monotonic

φέρμα: -ατος, τό (φέρω), αυτό που γεννιέται, ο καρπός από την κοιλιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φέρμα, ατος, τό, φέρω
that which is borne, the fruit of the womb (cf. bairn from bear), Aesch.