Anonymous

πολύρραφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύρρᾰφος''': -ον, ([[ῥάπτω]]) ὁ πολλὰς ῥαφὰς ἔχων, ὁ [[καλῶς]] ἐρραμμένος, (πρβλ. [[πολύκεστος]]), Σοφ. Αἴ. 575· ― οὕτω, πολύρραπτος, ον, Θεόκρ. 25. 265· καὶ -ρᾰφής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 38.
|lstext='''πολύρρᾰφος''': -ον, ([[ῥάπτω]]) ὁ πολλὰς ῥαφὰς ἔχων, ὁ [[καλῶς]] ἐρραμμένος, (πρβλ. [[πολύκεστος]]), Σοφ. Αἴ. 575· ― οὕτω, πολύρραπτος, ον, Θεόκρ. 25. 265· καὶ -ρᾰφής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />cousu fortement <i>ou</i> en plusieurs endroits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥάπτω]].
}}
}}