Anonymous

βλάσφημος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλάσφημος''': -ον, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[βλάξ]] καὶ [[φήμη]]· ἕτεροι ἐκ τοῦ [[βλάπτω]], ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. [[κακολόγος]], μ. γεν. = [[ἐναντίον]]…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, [[ὑβριστικός]], κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, [[ὑβριστής]], Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ [[βλάσφημος]] Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.
|lstext='''βλάσφημος''': -ον, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[βλάξ]] καὶ [[φήμη]]· ἕτεροι ἐκ τοῦ [[βλάπτω]], ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. [[κακολόγος]], μ. γεν. = [[ἐναντίον]]…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, [[ὑβριστικός]], κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, [[ὑβριστής]], Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ [[βλάσφημος]] Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; <i>en parl. des propos eux-mêmes</i> diffamatoire.<br />'''Étymologie:''' [[βλάπτω]], [[φήμη]].
}}
}}