Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλείω''': μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -[[κληίω]], μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -[[κλῄσω]]· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[ἐγκλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[κατακλείω]], Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, [[περιλαμβάνω]] αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) [[καθόλου]], ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) [[ἐμπλέκω]] καὶ [[ἐξεγείρω]] εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. [[κλείω]] στενῶς, [[στόμα]] Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, [[κλείω]] τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) [[ὥσπερ]] ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ [[τέλος]] της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. [[κλείω]] [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., συμπυκνῶ, [[οἷον]] ὅτε [[στρατός]] τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις [[αὐτοῦ]], Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) [[συνδέω]] στενῶς [[ὁμοῦ]], ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον [[καλῶς]], συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. [[κλείω]].
|lstext='''συγκλείω''': μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -[[κληίω]], μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -[[κλῄσω]]· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[ἐγκλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[κατακλείω]], Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, [[περιλαμβάνω]] αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) [[καθόλου]], ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) [[ἐμπλέκω]] καὶ [[ἐξεγείρω]] εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. [[κλείω]] στενῶς, [[στόμα]] Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, [[κλείω]] τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) [[ὥσπερ]] ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ [[τέλος]] της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. [[κλείω]] [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., συμπυκνῶ, [[οἷον]] ὅτε [[στρατός]] τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις [[αὐτοῦ]], Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) [[συνδέω]] στενῶς [[ὁμοῦ]], ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον [[καλῶς]], συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. [[κλείω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέκλεισα, <i>pf.</i> συγκέκλεικα;<br />enfermer ensemble ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> lier étroitement ensemble : [[τὰς]] ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, <i>càd</i> former des rangs serrés ; <i>abs.</i> συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ [[οὐ]] ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l’armée) ; <i>abs.</i> fermer le passage : ἡ [[πολεμία]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);<br /><b>2</b> fermer, clore (les paupières, la bouche, <i>etc.</i>) acc. ; <i>fig.</i> συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;<br /><b>3</b> enfermer, ceindre, cerner, acc. : σ. τὴν ἐκκλησίαν [[ἐς]] τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l’assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς [[τῇ]] ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; <i>Pass.</i> [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλείω]].
}}
}}