Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίσπαστος''': -ον, ὁ μὴ περισπώμενος ἤ περισπασθείς [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ μὴ διασκεδασθείς, ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 2. 67, 7 κ. ἀλλ.· ἀπ. τινος Ἑβδ. (Σειράχ. μα΄, 1.). ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 2. 20, 10 κ. ἀλλ.· τὸ ἀπ. τῆς ἐξουσίας, τὸ ἑνιαῖον, τὸ μὴ μεταβαῖνον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον, Πλουτ. Ἀριστ. 5. 2) [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9.
|lstext='''ἀπερίσπαστος''': -ον, ὁ μὴ περισπώμενος ἤ περισπασθείς [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ μὴ διασκεδασθείς, ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 2. 67, 7 κ. ἀλλ.· ἀπ. τινος Ἑβδ. (Σειράχ. μα΄, 1.). ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 2. 20, 10 κ. ἀλλ.· τὸ ἀπ. τῆς ἐξουσίας, τὸ ἑνιαῖον, τὸ μὴ μεταβαῖνον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον, Πλουτ. Ἀριστ. 5. 2) [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ininterrompu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περισπάω]].
}}
}}