3,244,920
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίσπαστος''': -ον, ὁ μὴ περισπώμενος ἤ περισπασθείς [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ μὴ διασκεδασθείς, ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 2. 67, 7 κ. ἀλλ.· ἀπ. τινος Ἑβδ. (Σειράχ. μα΄, 1.). ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 2. 20, 10 κ. ἀλλ.· τὸ ἀπ. τῆς ἐξουσίας, τὸ ἑνιαῖον, τὸ μὴ μεταβαῖνον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον, Πλουτ. Ἀριστ. 5. 2) [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. | |lstext='''ἀπερίσπαστος''': -ον, ὁ μὴ περισπώμενος ἤ περισπασθείς [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ὁ μὴ διασκεδασθείς, ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 2. 67, 7 κ. ἀλλ.· ἀπ. τινος Ἑβδ. (Σειράχ. μα΄, 1.). ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 2. 20, 10 κ. ἀλλ.· τὸ ἀπ. τῆς ἐξουσίας, τὸ ἑνιαῖον, τὸ μὴ μεταβαῖνον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον, Πλουτ. Ἀριστ. 5. 2) [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />ininterrompu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περισπάω]]. | |||
}} | }} |