Anonymous

ἄοικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοικος''': -ον, ὁ, [[ἄνευ]] οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον [[ὅστις]] νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, [[ἀναξία]] νὰ ὀνομάζηται [[κατοικία]], τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
|lstext='''ἄοικος''': -ον, ὁ, [[ἄνευ]] οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον [[ὅστις]] νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, [[ἀναξία]] νὰ ὀνομάζηται [[κατοικία]], τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἶκος]].
}}
}}