Anonymous

ἀπερίτμητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίτμητος''': -ον, μὴ περιτετμημένος, Ἑβδ. (Γεν. ιζ΄, 14, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ., κτλ. ΙΙ. ὁ μὴ περικεκομμένος, περιωρισμένος, ἡ [[φύσις]] Πλούτ. 2. 495C.
|lstext='''ἀπερίτμητος''': -ον, μὴ περιτετμημένος, Ἑβδ. (Γεν. ιζ΄, 14, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ., κτλ. ΙΙ. ὁ μὴ περικεκομμένος, περιωρισμένος, ἡ [[φύσις]] Πλούτ. 2. 495C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non circonscrit;<br /><b>2</b> non circoncis.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περιτέμνω]].
}}
}}