Anonymous

ἀπαράλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράλλακτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, [[ἀμετάβλητος]], Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― [[μετὰ]] δοτ., ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀπαράλλακτος]], Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ [[ῥῆμα]] ἀπαραλλακτέω, Βυζ.
|lstext='''ἀπαράλλακτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, [[ἀμετάβλητος]], Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― [[μετὰ]] δοτ., ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀπαράλλακτος]], Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ [[ῥῆμα]] ἀπαραλλακτέω, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non différent, tout à fait semblable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραλλάσσω]].
}}
}}