Anonymous

ἀπαρασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρασκεύαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
|lstext='''ἀπαρασκεύαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non préparé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρασκευάζω]].
}}
}}