3,273,735
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπηνής''': -ές, Ἐπ. ἐπίθ., [[τραχύς]], [[χαλεπός]], [[σκληρός]], ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, καὶ πρὸς βασιλῆος ἀπηνέος Ἰλ. Α. 340· [[οὕτως]], ὅτι τοι [[νόος]] ἐστὶν ἀπ. Π. 35· θυμὸς [[ὑπερφίαλος]] καὶ ἀπ. Ο. 94· μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε [[αὐτόθι]] 202, πρβλ. Ὀδ. Σ. 381, κ. ἀλλ. ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἒῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Τ. 329: ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ.)· [[ὅπως]] τοῖς [[ἔξωθεν]] μηδὲν δειξιαν ἀπηνὲς Ἀριστοφ. Νεφ. 974 (ἑξαμ.)· ἀπηνές τι εἰπεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 257B· πρβλ. Νόμ. 950Ε· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 553. 23, Πλουτ., κλ., ἴδε Ούϋττεμβ. ἐν τοῖς Πίναξι: ― Ἐπίρρ. -νῶς Δίων Χρ. 1. 679. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σπλὴν [[ἀπηνής]], σκληρά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14., πρβλ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5. Ἐντεῦθεν, ἀπηνοειδῶς, Ἐκκλ.: ― ἀπηνότης, ἡ, =[[ἀπήνεια]], Ἐκκλ.: ― καὶ ἀπηνόφρων, ον ἀπηνὴς τὰς φρένας, [[ὠμόφρων]], [[θηριώδης]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 159. (Ἡ [[ῥίζα]] τῆς καταλήξεως -ηνής, ἥτις ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῇ ἐναντίᾳ λέξει [[προσηνής]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ἐν τῷ πρηνής, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς βεβαιωμένη: ἴδε [[ὅμως]] Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθ. 419). | |lstext='''ἀπηνής''': -ές, Ἐπ. ἐπίθ., [[τραχύς]], [[χαλεπός]], [[σκληρός]], ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, καὶ πρὸς βασιλῆος ἀπηνέος Ἰλ. Α. 340· [[οὕτως]], ὅτι τοι [[νόος]] ἐστὶν ἀπ. Π. 35· θυμὸς [[ὑπερφίαλος]] καὶ ἀπ. Ο. 94· μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε [[αὐτόθι]] 202, πρβλ. Ὀδ. Σ. 381, κ. ἀλλ. ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἒῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Τ. 329: ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ.)· [[ὅπως]] τοῖς [[ἔξωθεν]] μηδὲν δειξιαν ἀπηνὲς Ἀριστοφ. Νεφ. 974 (ἑξαμ.)· ἀπηνές τι εἰπεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 257B· πρβλ. Νόμ. 950Ε· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 553. 23, Πλουτ., κλ., ἴδε Ούϋττεμβ. ἐν τοῖς Πίναξι: ― Ἐπίρρ. -νῶς Δίων Χρ. 1. 679. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σπλὴν [[ἀπηνής]], σκληρά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14., πρβλ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5. Ἐντεῦθεν, ἀπηνοειδῶς, Ἐκκλ.: ― ἀπηνότης, ἡ, =[[ἀπήνεια]], Ἐκκλ.: ― καὶ ἀπηνόφρων, ον ἀπηνὴς τὰς φρένας, [[ὠμόφρων]], [[θηριώδης]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 159. (Ἡ [[ῥίζα]] τῆς καταλήξεως -ηνής, ἥτις ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῇ ἐναντίᾳ λέξει [[προσηνής]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ἐν τῷ πρηνής, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς βεβαιωμένη: ἴδε [[ὅμως]] Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθ. 419). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> rude dur, cruel;<br /><b>2</b> indécent, obscène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire. | |||
}} | }} |