Anonymous

ἀπεχθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεχθάνομαι''': Ὀδ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι [[ἀπέχθομαι]]): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, [[ἐπισύρω]] [[μῖσος]], ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι [[μᾶλλον]] Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, [[ἐπισύρω]] τὸ [[μῖσος]] [[αὐτοῦ]], ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ [[σφιν]]... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, [[οὔτε]] πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - [[μετὰ]] δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - [[μετὰ]] μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., [[μετὰ]] σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες [[μῖσος]], ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.
|lstext='''ἀπεχθάνομαι''': Ὀδ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι [[ἀπέχθομαι]]): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, [[ἐπισύρω]] [[μῖσος]], ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι [[μᾶλλον]] Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, [[ἐπισύρω]] τὸ [[μῖσος]] [[αὐτοῦ]], ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ [[σφιν]]... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, [[οὔτε]] πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - [[μετὰ]] δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - [[μετὰ]] μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., [[μετὰ]] σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες [[μῖσος]], ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπηχθανόμην, <i>f.</i> ἀπεχθήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπηχθόμην]], <i>pf.</i> [[ἀπήχθημαι]];<br /><b>I.</b> <i>Pass. de</i>venir odieux ; <i>à l’ao.2</i> être haï, être odieux;<br /><b>II.</b> <i><b>Moy.</b></i> haïr, poursuivre de sa haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔχθος]].
}}
}}