3,277,197
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α. | |lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non circonscrit, sans limites.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |