Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπερίληπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
|lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non circonscrit, sans limites.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περιλαμβάνω]].
}}
}}