Anonymous

ἀποπτοέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπτοέω''': ποιητ. -πτοιέω, πτοῶ, ἐκφοβῶ, [[τρομάζω]], [[ἀποδιώκω]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 1129Ε: - Παθ., [[τρομάζω]], φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», Πολύβ. 3. 53, 10.
|lstext='''ἀποπτοέω''': ποιητ. -πτοιέω, πτοῶ, ἐκφοβῶ, [[τρομάζω]], [[ἀποδιώκω]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 1129Ε: - Παθ., [[τρομάζω]], φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», Πολύβ. 3. 53, 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>poét.</i> [[ἀποπτοιέω]];<br />effrayer, effaroucher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πτοέω]].
}}
}}