ἀποπτοέω
From LSJ
English (LSJ)
poet. ἀποπτοιέω, scare or drive away, Call.Fr.anon.93:—Pass., to be startled, to shy, of horses, Plb.3.53.10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -πτοιέω Plu.2.1129e, GDRK 42.3.82, 83
1 tr. ahuyentar ὀνείρους Plu.l.c., πήματ' GDRK ll.cc.
2 en v. med.-pas. asustarse, espantarse ἵπποι Plb.3.53.10.
French (Bailly abrégé)
ἀποπτοῶ :
poét. ἀποπτοιέω;
effrayer, effaroucher.
Étymologie: ἀπό, πτοέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, πτοῶ, ἐκφοβῶ, τρομάζω, ἀποδιώκω, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 1129Ε: - Παθ., τρομάζω, φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», Πολύβ. 3. 53, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπτοέω: поэт. ἀποπτοέω пугать, спугивать (ὀνείρους ap. Plut.; ἵπποι ἀπεπτοημένοι Polyb.).