3,276,932
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. ([[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου [[μετὰ]] τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. ([[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου [[μετὰ]] τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. inf.</i> ἀπονέεσθαι, <i>sbj. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέωνται, <i>opt.</i> ἀπονεοίμην, <i>impf. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέοντο;<br />aller, retourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέομαι]]. | |||
}} | }} |