Anonymous

ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
}}
}}