Anonymous

ἀποδασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδασμός''': ὁ, ([[ἀποδατέομαι]]) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ [[ταύτῃ]] Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
|lstext='''ἀποδασμός''': ὁ, ([[ἀποδατέομαι]]) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ [[ταύτῃ]] Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partie détachée d’un tout, fraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδαίομαι]].
}}
}}