Anonymous

ἀποφέρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφέρω''': παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ μέλλ. [[ἀποίσω]] (Δωρ. -οισῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, μέσ. -οίσομαι Λουκ. Δὶς κατηγ. 33) καὶ τῷ Ἰων. ἀόρ. [[ἀπένεικα]]: Ἀττ. ἀορ. -ήνεγκα Θουκ. 5. 10· ἀόρ. β΄ -ήνεγκον Ἀριστοφ. Ἀχ. 582, κτλ.: πρκμ. -ενήνοχα Δημ. [[ἔνθα]] κατωτ. Κομίζω τι ἀπό τινος μέρους, [[μεταφέρω]], Λατ. auferre, τεύχεα δέ σφ’ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες Ὀδ. Π. 360, κτλ.· ἐπὶ ἀνέμου, Ξ. 255, Ο. 28, Ἡρόδ. 4. 179, Θουκ. 6. 104, ἴδε κατωτέρω: μεταφ. Πλούτ. 2. 374Ε· ἐπὶ νόσου, Ἡρόδ. 3. 66., 6. 27· [[καθόλου]], ἀπ. [[σῆμα]] Σοφ. Τρ. 614· [[βρέφος]] ἐς ἄστρον Εὐρ. Ἴων 16: - Παθ., ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ μου καὶ φέρομαι πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὑπ’ ἀνέμων Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 116· ἀπενεχθέντες ἐς Λιβύην Θουκ. 7. 50· [[ἀπέρχομαι]], ἀπηνέχθη Δημ. 542. 15: - ἀποπνέομαι, ἐξάγομαι, ἀναδίδομαι, ἐπὶ ὀσμῶν, ἀτμῶν, ἀναθυμιάσεων καὶ τῶν τοιούτων, Πλούτ. 2. 681 Α, πρβλ. ἀποφορὰ ΙΙ. ΙΙ. [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], ἐπὶ ἅρματος, τούτω δ’ οὐ [[πάλιν]] [[αὖτις]] ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι, τούτους δὲ τοὺς δύο δὲν θ’ ἀποκομίσωσιν [[αὖθις]] εἰς [[τοὐπίσω]] οἱ ταχεῖς ἵπποι, Ἰλ. Ε. 257· ἄψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσει Κ. 337· ἀπ. [[οἴκαδις]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1161: [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἐπὶ ἀγγελίας, [[ταῦτα]] ἀπενειχθέντα Ἡρόδ. 1. 66, 158. 160: - ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἡρόδ. 4. 164, Θουκ. κτλ.· ἀπηνέχθη εἰς… ἔτι ζῶν, μετηνέχθη εἰς τὸν οἶκόν του κτλ.· ἐπὶ ἀσθενοῦς. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. 2) δίδω [[ὀπίσω]], εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἀποφέρειν τὸ [[χρυσίον]] ἐκέετο [[νόμος]] Ἡρόδ. 1. 196, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀποτίνω]], πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον, π.χ. τὸν φόρον, κτλ., 4. 35., 5. 84, Θουκ. 5. 31· εἰς τὰ ἱερὰ ἀπ. τὰ ἴδια Πλάτ. Νομ. 910 C: - [[ἀποφέρω]], [[φέρω]] τὸ γιγνόμενον ἐκ τῆς ἐργασίας μου, ἐπὶ οἰκετῶν, «εἶχε δὲ οἰκέτας δημιουργοὺς τῆς σκυτοτομικῆς τέχνης [[δέκα]], ὧν [[ἕκαστος]] τούτῳ ἀπέφερε δύο ὀβολούς», διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 14.1, Φιλόστρ. 664. 3) [[καθόλου]], [[φέρω]], [[κομίζω]], [[παραδίδω]] τι ὡς αἰτηθὲν παρ’ ἐμοῦ, τί τινι Ἡρόδ. 4. 64· ὅπλα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 34. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, [[εἰσάγω]] κατηγορίαν, λογαριασμούς, φόρους ἢ εἰσπράξεις, κτλ., ἀπ. γραφήν πρὸς τὸν ἄρχοντα παρὰ Δημ. 243. 11, πρβλ. 1244. 14, Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ. ἀπήνεγκε παρανόμων [ἐνν. γραφὴν] Δημοσθένει Δημ. 261.19· λόγον… ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων ὁ αὐτ. 819. 22· ἀπ. τοὺς ἱππεύσαντας, [[εἰσάγω]] κατάλογον τῶν..., Λυσ. 146. 10· ναύτας Δημ. 1208. 6· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ, [[ἐπάγω]] εἰς τὸν λογαριασμὸν, ὁ αὐτ. 1189. 8: - Παθ., εἰσάγομαι, παραδίδομαι ὡς..., ἀπηνέχθη [[ἀνώμοτος]] ὁ αὐτ. 542.13· διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος ὁ αὐτ. 1144.14. 2) [[κομίζω]], [[παραδίδω]] ἐπιστολὴν, ὁ αὐτ. 909.14. IV. [[φέρω]] εἰς τὰ ἴδια, [[λαμβάνω]] ὡς μισθὸν, Λουκ. Τίμ. 12 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὴν σημασ. ΙΙ. 2). V. ἀμετάβ., [[φεύγω]], ἀναχωρῶ, ὡς τὸ [[ἄπαγε]], ἀπόφερ’ ἐς κόρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 1221. Β. Μέσ.. [[λαμβάνω]], [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 132, Ἰσοκρ. 131C, κτλ.· [[λαμβάνω]], [[κερδίζω]], ἐπὶ βραβείου, [[μετὰ]] Πᾱνα τὸ δεύτερον [[ἆθλον]] ἀποισῇ Θεόκρ. 1. 3: κάλλευς πρῶτ’ ἀπενεγκαμέναν Ἀνθ. Πλαν. 166· ἀπ. δόξαν Ἡρωδιαν. 1. 5· [[λαμβάνω]] καὶ [[φέρω]] μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐκλεκτὰ ἐδέσματα ἐκ συμποσίου εἰς ὅ [[ἤμην]] κεκλημένος, Λουκ. Συμπόσ. 38· (σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., αὐτ. Νιγρ. 25). 2) κτῶμαι, [[λαμβάνω]], λέχη ἀλλότρια Εὐρ. Ἠλ. 1089· [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]], [[μόρον]] ὁ αὐτ. Φοίν. 595. ΙΙ. ἀποκομίζομαι, [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 7.152· σαφῆ δὲ καὶ αὐτὸς σημεῖα ἀπενεγκάμενος τοῦ θυμῷ μάχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 6. 2· [[οὕτως]], οὐδ’ ἀποίσεται βίον τῇ καλλιτόξῳ μητρὶ Μαινάλου κόρῃ, «οὐδ’ ἀπαλλάξας ἐπανήξει ζῶν πρὸς τὴν καλλίτοξον μητέρα» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1161· πρβλ. Ι. Α. 298.
|lstext='''ἀποφέρω''': παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ μέλλ. [[ἀποίσω]] (Δωρ. -οισῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, μέσ. -οίσομαι Λουκ. Δὶς κατηγ. 33) καὶ τῷ Ἰων. ἀόρ. [[ἀπένεικα]]: Ἀττ. ἀορ. -ήνεγκα Θουκ. 5. 10· ἀόρ. β΄ -ήνεγκον Ἀριστοφ. Ἀχ. 582, κτλ.: πρκμ. -ενήνοχα Δημ. [[ἔνθα]] κατωτ. Κομίζω τι ἀπό τινος μέρους, [[μεταφέρω]], Λατ. auferre, τεύχεα δέ σφ’ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες Ὀδ. Π. 360, κτλ.· ἐπὶ ἀνέμου, Ξ. 255, Ο. 28, Ἡρόδ. 4. 179, Θουκ. 6. 104, ἴδε κατωτέρω: μεταφ. Πλούτ. 2. 374Ε· ἐπὶ νόσου, Ἡρόδ. 3. 66., 6. 27· [[καθόλου]], ἀπ. [[σῆμα]] Σοφ. Τρ. 614· [[βρέφος]] ἐς ἄστρον Εὐρ. Ἴων 16: - Παθ., ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ μου καὶ φέρομαι πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὑπ’ ἀνέμων Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 116· ἀπενεχθέντες ἐς Λιβύην Θουκ. 7. 50· [[ἀπέρχομαι]], ἀπηνέχθη Δημ. 542. 15: - ἀποπνέομαι, ἐξάγομαι, ἀναδίδομαι, ἐπὶ ὀσμῶν, ἀτμῶν, ἀναθυμιάσεων καὶ τῶν τοιούτων, Πλούτ. 2. 681 Α, πρβλ. ἀποφορὰ ΙΙ. ΙΙ. [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], ἐπὶ ἅρματος, τούτω δ’ οὐ [[πάλιν]] [[αὖτις]] ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι, τούτους δὲ τοὺς δύο δὲν θ’ ἀποκομίσωσιν [[αὖθις]] εἰς [[τοὐπίσω]] οἱ ταχεῖς ἵπποι, Ἰλ. Ε. 257· ἄψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσει Κ. 337· ἀπ. [[οἴκαδις]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1161: [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἐπὶ ἀγγελίας, [[ταῦτα]] ἀπενειχθέντα Ἡρόδ. 1. 66, 158. 160: - ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἡρόδ. 4. 164, Θουκ. κτλ.· ἀπηνέχθη εἰς… ἔτι ζῶν, μετηνέχθη εἰς τὸν οἶκόν του κτλ.· ἐπὶ ἀσθενοῦς. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. 2) δίδω [[ὀπίσω]], εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἀποφέρειν τὸ [[χρυσίον]] ἐκέετο [[νόμος]] Ἡρόδ. 1. 196, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀποτίνω]], πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον, π.χ. τὸν φόρον, κτλ., 4. 35., 5. 84, Θουκ. 5. 31· εἰς τὰ ἱερὰ ἀπ. τὰ ἴδια Πλάτ. Νομ. 910 C: - [[ἀποφέρω]], [[φέρω]] τὸ γιγνόμενον ἐκ τῆς ἐργασίας μου, ἐπὶ οἰκετῶν, «εἶχε δὲ οἰκέτας δημιουργοὺς τῆς σκυτοτομικῆς τέχνης [[δέκα]], ὧν [[ἕκαστος]] τούτῳ ἀπέφερε δύο ὀβολούς», διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 14.1, Φιλόστρ. 664. 3) [[καθόλου]], [[φέρω]], [[κομίζω]], [[παραδίδω]] τι ὡς αἰτηθὲν παρ’ ἐμοῦ, τί τινι Ἡρόδ. 4. 64· ὅπλα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 34. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, [[εἰσάγω]] κατηγορίαν, λογαριασμούς, φόρους ἢ εἰσπράξεις, κτλ., ἀπ. γραφήν πρὸς τὸν ἄρχοντα παρὰ Δημ. 243. 11, πρβλ. 1244. 14, Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ. ἀπήνεγκε παρανόμων [ἐνν. γραφὴν] Δημοσθένει Δημ. 261.19· λόγον… ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων ὁ αὐτ. 819. 22· ἀπ. τοὺς ἱππεύσαντας, [[εἰσάγω]] κατάλογον τῶν..., Λυσ. 146. 10· ναύτας Δημ. 1208. 6· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ, [[ἐπάγω]] εἰς τὸν λογαριασμὸν, ὁ αὐτ. 1189. 8: - Παθ., εἰσάγομαι, παραδίδομαι ὡς..., ἀπηνέχθη [[ἀνώμοτος]] ὁ αὐτ. 542.13· διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος ὁ αὐτ. 1144.14. 2) [[κομίζω]], [[παραδίδω]] ἐπιστολὴν, ὁ αὐτ. 909.14. IV. [[φέρω]] εἰς τὰ ἴδια, [[λαμβάνω]] ὡς μισθὸν, Λουκ. Τίμ. 12 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὴν σημασ. ΙΙ. 2). V. ἀμετάβ., [[φεύγω]], ἀναχωρῶ, ὡς τὸ [[ἄπαγε]], ἀπόφερ’ ἐς κόρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 1221. Β. Μέσ.. [[λαμβάνω]], [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 132, Ἰσοκρ. 131C, κτλ.· [[λαμβάνω]], [[κερδίζω]], ἐπὶ βραβείου, [[μετὰ]] Πᾱνα τὸ δεύτερον [[ἆθλον]] ἀποισῇ Θεόκρ. 1. 3: κάλλευς πρῶτ’ ἀπενεγκαμέναν Ἀνθ. Πλαν. 166· ἀπ. δόξαν Ἡρωδιαν. 1. 5· [[λαμβάνω]] καὶ [[φέρω]] μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐκλεκτὰ ἐδέσματα ἐκ συμποσίου εἰς ὅ [[ἤμην]] κεκλημένος, Λουκ. Συμπόσ. 38· (σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., αὐτ. Νιγρ. 25). 2) κτῶμαι, [[λαμβάνω]], λέχη ἀλλότρια Εὐρ. Ἠλ. 1089· [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]], [[μόρον]] ὁ αὐτ. Φοίν. 595. ΙΙ. ἀποκομίζομαι, [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 7.152· σαφῆ δὲ καὶ αὐτὸς σημεῖα ἀπενεγκάμενος τοῦ θυμῷ μάχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 6. 2· [[οὕτως]], οὐδ’ ἀποίσεται βίον τῇ καλλιτόξῳ μητρὶ Μαινάλου κόρῃ, «οὐδ’ ἀπαλλάξας ἐπανήξει ζῶν πρὸς τὴν καλλίτοξον μητέρα» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1161· πρβλ. Ι. Α. 298.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀποίσω]], <i>ao.</i> ἀπήνεγκα, <i>ao.2</i> [[ἀπήνεγκον]], <i>etc.</i><br /><b>1</b> emporter (dans les bras, sur une voiture, <i>etc.</i>) ; [[ἀπό]] τινος de chez qqn ; τεθνεὼς [[ἐκ]] δεσμωτηρίου ἀπηνέχθη LYS il fut emporté mort de la prison ; ὑπ’ ἀνέμου [[ἐς]] γῆν ἀπενειχθείς <i>(ion.)</i> HDT emporté par le vent jusqu’à terre ; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε <i>(ion.)</i> HDT la peste les prit et les emporta;<br /><b>2</b> rapporter, ramener ; <i>Pass.</i> revenir ; ἀποφέρειν μῦθόν [[τι]] IL rapporter une réponse à qqn ; τὰ ἀπενειχθέντα <i>(ion.)</i> HDT la réponse rapportée;<br /><b>3</b> apporter en retour, payer, acquitter (une dette, un tribut, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> déférer : γραφὴν [[πρός]] τινα déposer une accusation entre les mains d’un magistrat;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποφέρομαι;<br /><b>1</b> emporter avec soi;<br /><b>2</b> emporter, gagner, obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φέρω]].
}}
}}