Anonymous

ἀποσπασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσπασμός''': ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], ὁ τῆς συνοδίας [[ἀποσπασμός]], εἰς [[τἀναντία]] τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.
|lstext='''ἀποσπασμός''': ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], ὁ τῆς συνοδίας [[ἀποσπασμός]], εἰς [[τἀναντία]] τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de déchirer, d’arracher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
}}
}}