Anonymous

ἀπώμαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπώμαστος''': -ον, ([[πῶμα]]) ὁ [[ἄνευ]] πώματος, χωρὶς «καπάκι», χύτρᾳ μῦς ἐμπεσὼν ἀπωμάστῳ Βάβρ. 60. 1· ἀπώμ. [[ἀγγεῖον]] Γαλην. 2. σ. 488: ― [[ὡσαύτως]], ἄπωμος, ον, Γεωπ. 6. 1, 4.
|lstext='''ἀπώμαστος''': -ον, ([[πῶμα]]) ὁ [[ἄνευ]] πώματος, χωρὶς «καπάκι», χύτρᾳ μῦς ἐμπεσὼν ἀπωμάστῳ Βάβρ. 60. 1· ἀπώμ. [[ἀγγεῖον]] Γαλην. 2. σ. 488: ― [[ὡσαύτως]], ἄπωμος, ον, Γεωπ. 6. 1, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non fermé d’un couvercle.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πωμάζω]].
}}
}}