ἀπώμαστος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἀπώμαστον, (πῶμα) without a lid, Babr.60.1, Gal.17(2).161.
Spanish (DGE)
-ον
destapado, sin tapa χύτρη Babr.60.1, ἀγγεῖον Gal.17(2).161, πίθοι Gp.7.19.1.
German (Pape)
[Seite 342] ohne Deckel, Geopon.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé d'un couvercle.
Étymologie: ἀ, πωμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπώμαστος: не имеющий крышки Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώμαστος: -ον, (πῶμα) ὁ ἄνευ πώματος, χωρὶς «καπάκι», χύτρᾳ μῦς ἐμπεσὼν ἀπωμάστῳ Βάβρ. 60. 1· ἀπώμ. ἀγγεῖον Γαλην. 2. σ. 488: ― ὡσαύτως, ἄπωμος, ον, Γεωπ. 6. 1, 4.
Greek Monotonic
ἀπώμαστος: -ον (πῶμα), αυτός που δεν έχει πώμα ή καπάκι, σε Βάβρ.
Middle Liddell
πῶμα
without a lid, Babr.