3,277,121
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρείων''': [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. | |lstext='''ἀρείων''': [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de comparatif à</i> [[ἀγαθός]] :<br /><b>1</b> plus fort, plus courageux;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> meilleur, supérieur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire ; apparenté à [[ἀρετή]], [[ἀραρίσκω]]. | |||
}} | }} |