3,273,735
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργᾰλέος''': -α, -ον, [[χαλεπός]], [[σκληρός]], [[ὀχληρός]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύς]], Λατ. gravis, ἄνεμοι Ἰλ. Ν. 795˙ [[ἔρις]] Λ. 3˙ [[νοῦσος]] Ν. 667˙ νάσσατο δ’... ἐνὶ κώμῃ, Ἄσκρῃ, [[χεῖμα]] κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ ([[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ προφέρηται ἀργαλῇ), οὐδέποτ’ ἐσθλῇ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 640˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ., ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρὰ κωμ., ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ’ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου Ἀριστοφ. Πλ. 1˙ [[λύπη]] ὁ αὐτ. Θεσμ. 788˙ ἀργαλέας νύκτας ἄγειν ὁ αὐτ. Λυσ. 764˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱερ. 6. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]], [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, Θέογν. 1208, Ἀριστοφ. Νεφ. 450˙ ἅπασι δ’ ἀργαλέα ἐστὶν Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 2˙ ἀργαλεώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 978˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Αἰσχίν. 9. 20. ΙΙ. ἀργαλέον ἐστί, [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι, «χαλεπὸν δέ μοί ἐστι διασκοπεῖσθαι ἕκαστον τῶν ἡγεμόνων» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ρ. 252, πρβλ. Μ. 410, Ὀδ. Ν. 312, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ με πάντ’ ἀγορεύειν Ἰλ. Μ. 176˙ ἢ [[ἄνευ]] πτώσεώς τινος συντακτικῆς, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Φ. 498, πρβλ. Ὀδ. Η. 241, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], 2) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἀντικείμενον, [[ἀργαλέος]]... γάρ τ’ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι, ἀντὶ ἀργαλέον γάρ τ’ ἐστὶ βροτῷ θεὸν δαμάσαι Ὀδ. Δ. 397˙ [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι Ἰλ. Α. 589. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως Ἀνθ. Π. 9. 499. (Συγγενὲς τῇ λέξει [[ἄλγος]], πρβλ. [[στόμαργος]] (ἀντὶ στόμαλγος), [[λήθαργος]], κτλ.). | |lstext='''ἀργᾰλέος''': -α, -ον, [[χαλεπός]], [[σκληρός]], [[ὀχληρός]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύς]], Λατ. gravis, ἄνεμοι Ἰλ. Ν. 795˙ [[ἔρις]] Λ. 3˙ [[νοῦσος]] Ν. 667˙ νάσσατο δ’... ἐνὶ κώμῃ, Ἄσκρῃ, [[χεῖμα]] κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ ([[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ προφέρηται ἀργαλῇ), οὐδέποτ’ ἐσθλῇ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 640˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ., ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρὰ κωμ., ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ’ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου Ἀριστοφ. Πλ. 1˙ [[λύπη]] ὁ αὐτ. Θεσμ. 788˙ ἀργαλέας νύκτας ἄγειν ὁ αὐτ. Λυσ. 764˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱερ. 6. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]], [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, Θέογν. 1208, Ἀριστοφ. Νεφ. 450˙ ἅπασι δ’ ἀργαλέα ἐστὶν Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 2˙ ἀργαλεώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 978˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Αἰσχίν. 9. 20. ΙΙ. ἀργαλέον ἐστί, [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι, «χαλεπὸν δέ μοί ἐστι διασκοπεῖσθαι ἕκαστον τῶν ἡγεμόνων» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ρ. 252, πρβλ. Μ. 410, Ὀδ. Ν. 312, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ με πάντ’ ἀγορεύειν Ἰλ. Μ. 176˙ ἢ [[ἄνευ]] πτώσεώς τινος συντακτικῆς, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Φ. 498, πρβλ. Ὀδ. Η. 241, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], 2) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἀντικείμενον, [[ἀργαλέος]]... γάρ τ’ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι, ἀντὶ ἀργαλέον γάρ τ’ ἐστὶ βροτῷ θεὸν δαμάσαι Ὀδ. Δ. 397˙ [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι Ἰλ. Α. 589. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως Ἀνθ. Π. 9. 499. (Συγγενὲς τῇ λέξει [[ἄλγος]], πρβλ. [[στόμαργος]] (ἀντὶ στόμαλγος), [[λήθαργος]], κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />difficile, pénible ; terrible ; ἀργαλέον [[μοί]] ἐστι πᾶσι μάχεσθαι IL il m’est bien difficile de combattre contre tous ; [[ἀργαλέος]] [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι IL il est difficile de tenir tête à un dieu de l’Olympe.<br />'''Étymologie:''' p. dissimil. p. *ἀλγαλέος, de [[ἄλγος]]. | |||
}} | }} |