Anonymous

ἀρτίφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτίφρων''': -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, [[ἔμφρων]]. [[οὔτε]] μάλ’ [[ἀρτίφρων]] Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· [[ἀρτίφρων]]... [[πλήν]]..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, [[πλήν]]..., Εὐρ. Ι. Α. 877· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπεὶ]] δ’ [[ἀρτίφρων]] ἐγένετο [[μέλεος]] ἀθλίων γάμων, «[[ἐπεὶ]] [[ἔμφρων]] ἐγένετο, [[ἐπεὶ]] συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «[[ἐπιγνώμων]], [[εἰδήμων]]» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.
|lstext='''ἀρτίφρων''': -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, [[ἔμφρων]]. [[οὔτε]] μάλ’ [[ἀρτίφρων]] Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· [[ἀρτίφρων]]... [[πλήν]]..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, [[πλήν]]..., Εὐρ. Ι. Α. 877· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπεὶ]] δ’ [[ἀρτίφρων]] ἐγένετο [[μέλεος]] ἀθλίων γάμων, «[[ἐπεὶ]] [[ἔμφρων]] ἐγένετο, [[ἐπεὶ]] συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «[[ἐπιγνώμων]], [[εἰδήμων]]» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> d’un parfait bon sens, sensé, raisonnable;<br /><b>2</b> qui connaît, instruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[φρήν]].
}}
}}