Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκάθημαι''': παθ., [[κάθημαι]] χωριστά, [[μακράν]], ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. [[κάθημαι]] [[ἀργός]], μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.
|lstext='''ἀποκάθημαι''': παθ., [[κάθημαι]] χωριστά, [[μακράν]], ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. [[κάθημαι]] [[ἀργός]], μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’asseoir à l’écart.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κάθημαι]].
}}
}}