Anonymous

ἀστεροπητής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεροπητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.
|lstext='''ἀστεροπητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui lance des éclairs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστεροπή]].
}}
}}