ἀστεροπητής

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεροπητής Medium diacritics: ἀστεροπητής Low diacritics: αστεροπητής Capitals: ΑΣΤΕΡΟΠΗΤΗΣ
Transliteration A: asteropētḗs Transliteration B: asteropētēs Transliteration C: asteropitis Beta Code: a)sterophth/s

English (LSJ)

ἀστεροπητοῦ, ὁ, hurler of lightning, lightener, of Zeus, Il.1.580, Hes.Th.390, S.Ph.1198 (dact.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lanzador de relámpagos de Zeus Il.1.580, 609, Hes.Th.390, S.Ph.1198, Orac.Sib.2.16.

German (Pape)

[Seite 375] ὁ, der Blitzeschleuderer, Beiname des Zeus, ἀστεροπητής Versende Iliad. 1, 580. 609. 12, 275, ἀστεροπητῇ Versende 7, 443; Soph. Phil. 1183; voc. ἀστεροπητά Luc. Tim. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui lance des éclairs.
Étymologie: ἀστεροπή.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροπητής: οῦ ὁ молниеметатель, громовержец (эпитет Зевса) Hom., Hes., Soph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.

English (Autenrieth)

god of the lightning, epithet of Zeus. (Il.)

Greek Monolingual

ἀστεροπητής, ο (Α) αστεροπή
(για τον Δία) αυτός που αστράφτει.

Greek Monotonic

ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀστεροπή
the lightener, of Zeus, Il.