Anonymous

ἀρκεόντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀρκούντως]].
}}
}}