ἀρκεόντως
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω) enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.
German (Pape)
[Seite 354] hinreichend, zur Genüge, Aesch. Ch. 879; Eur. Rhes. 499; Thuc. 1, 22; ἀρκούντως ἔχει, es ist genug, Pol. 2, 37, 6, wie Eur. Hec. 318.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière suffisante.
Étymologie: ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκούντως: ион. ἀρκεόντως достаточно, довольно, вдоволь Aesch., Thuc., Xen.: ἀ. ἔχει Eur., Polyb. довольно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
Greek Monotonic
ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
Middle Liddell
ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.