Anonymous

ἀσφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφᾰλίζω''': [ῐ], Πολύβ. 18. 13, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον: μέλλ.-ιοῦμαι, Διόδ., Ἰώσηπ.: πρκμ. ἠσφάλισμαι Πολύβ. 5, 43, 6: ἀόρ. ἠσφαλισάμην ὁ αὐτ.· [[ὡσαύτως]] ἠσφαλίσθην ὁ αὐτ. 5. 7, 12: ― ἀλλὰ τῶν χρόνων τούτων τινὲς εὕρηνται ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, ἴδε κατωτέρ. Καθιστῶ τι ἀσφαλές, [[ἐξασφαλίζω]], ὀχυρώνω, τόπον ἀσφαλίζειν Πολύβ. 18. 13, 3, κτλ. 2)συχνότερ. κατὰ μέσ. = τῷ ἐνεργ., [[ἐξασφαλίζω]], τὰς πλευράς, τὴν χώραν, κτλ. ὁ αὐτ. 1.22, 10, κτλ.· ἀσφαλίζεσθαι πόδας εἰς τὸ [[ξύλον]], συγκλείειν ἀσφαλῶς, Πράξ. τῶν Ἀποστ. ιϛ΄ , 24· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ Βυζαντ. Φυλακίζω. 3) ἀσφαλίζομαι, [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., καθίσταμαι [[ἀσφαλής]], ὀχυροῦμαι, Πολύβ. 1. 42, 7., 4. 70, 9, κτλ. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, [[ὡσαύτως]] καθιστῶ ἐμαυτὸν ἀσφαλῆ ἀπὸ τινος, [[ἀποκρούω]], τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ὁ αὐτ. 6. 23, 4, πρβλ. 9. 3, 3. ― [[Κατὰ]] τὰ Α.Β. σ. 456, 27, «[[ἀσφάλεια]] μὲν καὶ ἀσφαλὲς Ἑλληνικά, τὸ δὲ ἀσφαλίζεσθαι βάρβαρον» δηλ. ἀδόκιμον. ― Παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐλέγετο κατὰ περίφρασιν ἀείποτε: ποιῶ τι ἀσφαλές, [[καθίστημι]] ἀσφαλές, ἀσφάλειαν [[παρέχω]], [[δίδωμι]], κλπ.
|lstext='''ἀσφᾰλίζω''': [ῐ], Πολύβ. 18. 13, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον: μέλλ.-ιοῦμαι, Διόδ., Ἰώσηπ.: πρκμ. ἠσφάλισμαι Πολύβ. 5, 43, 6: ἀόρ. ἠσφαλισάμην ὁ αὐτ.· [[ὡσαύτως]] ἠσφαλίσθην ὁ αὐτ. 5. 7, 12: ― ἀλλὰ τῶν χρόνων τούτων τινὲς εὕρηνται ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, ἴδε κατωτέρ. Καθιστῶ τι ἀσφαλές, [[ἐξασφαλίζω]], ὀχυρώνω, τόπον ἀσφαλίζειν Πολύβ. 18. 13, 3, κτλ. 2)συχνότερ. κατὰ μέσ. = τῷ ἐνεργ., [[ἐξασφαλίζω]], τὰς πλευράς, τὴν χώραν, κτλ. ὁ αὐτ. 1.22, 10, κτλ.· ἀσφαλίζεσθαι πόδας εἰς τὸ [[ξύλον]], συγκλείειν ἀσφαλῶς, Πράξ. τῶν Ἀποστ. ιϛ΄ , 24· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ Βυζαντ. Φυλακίζω. 3) ἀσφαλίζομαι, [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., καθίσταμαι [[ἀσφαλής]], ὀχυροῦμαι, Πολύβ. 1. 42, 7., 4. 70, 9, κτλ. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, [[ὡσαύτως]] καθιστῶ ἐμαυτὸν ἀσφαλῆ ἀπὸ τινος, [[ἀποκρούω]], τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ὁ αὐτ. 6. 23, 4, πρβλ. 9. 3, 3. ― [[Κατὰ]] τὰ Α.Β. σ. 456, 27, «[[ἀσφάλεια]] μὲν καὶ ἀσφαλὲς Ἑλληνικά, τὸ δὲ ἀσφαλίζεσθαι βάρβαρον» δηλ. ἀδόκιμον. ― Παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐλέγετο κατὰ περίφρασιν ἀείποτε: ποιῶ τι ἀσφαλές, [[καθίστημι]] ἀσφαλές, ἀσφάλειαν [[παρέχω]], [[δίδωμι]], κλπ.
}}
{{bailly
|btext=assurer, fortifier (un lieu, un pays) ; <i>Pass.</i> être fortifié;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀσφαλίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en sûreté, fortifier, garantir;<br /><b>2</b> mettre en lieu sûr, s’assurer de quelqu’un (le tenir sous surveillance), enfermer, emprisonner;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mettre en garde, prendre ses sûretés : [[τι]] contre qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσφαλής]].
}}
}}