ἀσφαλίζω
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
Plb.18.30.3:—mostly in Med., A fut. -ιοῦμαι J.BJ2.21.4, but -ίσομαι Id.AJ13.5.11, and so D.S.20.24: pf. ἠσφάλισμαι Plb.5.43.6: plpf. ἠσφάλιστο ib.7.12: aor. ἠσφαλισάμην Id.2.22.11; ἠσφαλίσθην J.Vit.62: some of these tenses are used in pass. sense (v. infr.):—fortify, τὸν τόπον Plb.18.30.3, etc.:—Pass., Id.1.42.7, 4.70.9, Ev.Matt.27.64.
b secure, BGU829.9 (i A. D.).
2 more freq. in Med., secure, ἑαυτόν Epicur.Fr.215; τὰς εἰσβολάς, τὴν χώραν, etc., Plb.2.65.6, 4.60.5, etc.; τόπους Hero Bel.101.7; τὸν ὕσπληγγα CIG 2824 (Aphrodisias); shut up, close, πύλην LXX Ne.3.15; ὀφθαλμοὶ ἠσφαλισμένοι, opp. ἀνεῳγμένοι, Polem.Phgn.55; τοὺς πόδας ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον made them fast, Act.Ap.16.24.
3 secure the person of, arrest, τινά PTeb.283.19 (i B.C.), cf. PRyl.68.19 (i B.C., Pass.); seize, τὰ γενήματα ib.53.29 (ii B.C.).
4 Med., certify, ib. 2.77.40 (ii A.D.).
II Med., secure oneself against, ward off, τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν Plb.6.23.4, cf. 9.3.3: abs., safeguard oneself, J.AJ13.5.10, POxy.1033.13 (iv A. D.).
2 metaph. in Rhet., safeguard a risky metaphor, ἀ. τὰς μεταφοράς Demetr.Eloc.85:—Pass., λέξις ἠσφαλισμένη τοῖς συνδέσμοις ib.193. (The word is βάρβαρον acc. to AB456.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [gener. en v. med.; act. Plb.1.22.10, 18.30.3, BGU 829.9 (I d.C.)]
I tr.
1 sent. milit. asegurar, fortificar τὸν ... τόπον Plb.18.30.3, cf. Hero Bel.102.6, τὴν χώραν Plb.4.60.5, τὰς ἐκ τῶν πλαγίων ... πλευράς Plb.1.22.10, τὰ κατὰ τὴν πόλιν Plb.2.54.8, τὰ τείχη I.Vit.317, c. instrum. τὰς ... πόλεις φρουραῖς D.S.18.52, cf. I.BI 2.609
•en v. pas. resultar o quedar fortificado συμβαίνει τὰς ... τρεῖς ἐπιφανείας αὐτῆς (τῆς πόλεως) ὑπὸ τῶν ποταμῶν περιλαμβανομένας ἀσφαλίζεσθαι ocurre que los tres lados visibles de la ciudad rodeados de ríos resultan fortificados Plb.4.70.9
•fig. consolidar τὴν βασιλείαν Plb.11.34.15, cf. D.S.20.24, τὴν διάνοιαν Ath.Al.M.25.537A
•reforzar las metáforas con epít., Demetr.Eloc.85.
2 cerrar de manera segura, asegurar θύρας Plb.15.30.7, πύλην LXX 2Es.13.15 (cód.)
•en v. pas. ὀφθαλμοὶ ἠσφαλισμένοι Polem.Phgn.55 (v.l.)
•sellar τὸν ὕσπληγγα ... μετὰ τὸ ἐντεθῆναί με ἐν τῇ σορῷ la lápida después de meterme en la urna, CIG 2824.16 (Afrodisias), τὸν τάφον Eu.Matt.27.64, en v. pas. κέλλα ἠσφαλισμένη BGU 1036.11 (II d.C.)
•sujetar τοὺς πόδας ... εἰς τὸ ξύλον Act.Ap.16.24
•asir fuertemente τὴν χεῖρα PMag.7.189
•c. ac. de pers. prender, arrestar ἀξιῶ ... τὸν ... Πατῦνιν ἀσφαλίσασθαι PTeb.283.19 (I a.C.), τοὺς λοιπούς Act.Ap.16.30 (ap. crít.), οὓς ἐνέδειξαν οἱ δημοσιεύοντες a quienes denunciaron los policías Marc.Diac.V.Porph.99
•encerrar τούτους (los demonios) ἐν τοῖς ἀγγείοις Greg.Disp.M.86.644A.
3 garantizar, dar garantías αὐτὰ ταῦτα ... διὰ τῶν σῶν ὑπομνημάτων PRyl.77.40 (II d.C.), cf. BGU 829.9 (I d.C.), ὑπὲρ αὐτοῦ Dig.27.1.15, 17, cf. 50.12.10
•estipular εἴ τι ἐὰν μετὰ ταῦτα ... ἀσφαλίσωμαι τοῦτο ἰσχύειν θέλω si después de esto estipulo alguna cosa, quiero que eso se cumpla, POxy.2348.41 (III d.C.), en v. pas. ἔχοντος τοῦ τραπεζείτου ... πράττεσθαι καθὰ ἠσφάλισται IMylasa 605.25 (III d.C.).
4 c. ac. de pers. guardarse de ἀμφοτέρους ὁ Θεὸς ἠσφαλίσατο Dios tomó sus medidas frente a ambos Chrys.M.61.546
•precaver ἀσφαλίσασθαί τινας τοὺς ἐξ ἀγνοίας δυναμένους ... συναναμιγῆναι τῷ κακῷ ὡς καλῷ Basil.M.31.1100C.
5 c. ac. de la cosa o pers. protegida proteger τὴν ... ἐπιφάνειαν τῆς πορείας ἠσφάλισθ' ἡ λίμνη el lago protegía la aparición de la columna Plb.5.7.12, ἠσφαλίσατο ... τὸν ... ἴδιον ἑκάστου καὶ τὸν τῆς πόλεως βίον IPr.112.23 (I a.C.), ἑαυτοὺς ἀσφαλιζόμενοι POxy.1033.13 (IV d.C.), ἀσφάλισαί σου τὴν ψυχήν Chrys.M.55.35, πλὴν ἀσφαλίζου σεαυτόν Epicur.Fr.[200], σε τῇ δεξιᾷ τῇ δικαίᾳ μου LXX Is.41.10, ἀσφαλίζεσθαι ... δεῖ τὸν σῖτον ἐν ταῖς ἅλωσι διὰ τοὺς ὄμβρους Gp.1.12.6, en v. pas. ὅπως ... ἡ Τετεαρμᾷς ἀσφαλισθῇ PRyl.68.19 (I a.C.), οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ ... ἀσφαλίζονται PHamb.29.12 (I d.C.), c. ac. del peligro contra el que protege ἔχει ... σιδηροῦν σιάλωμα δι' οὗ τὰς ... καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται del escudo de los hastati, tiene una guarnición de hierro mediante la cual se protege de los golpes de espada Plb.6.23.4, ἀσφαλιζόμενοι τὴν ἐπιφορὰν τῶν βελῶν ἔμενον ἐν τάξει permanecían en formación protegidos de la lluvia de dardos Plb.9.3.3.
II intr.
1 asegurarse, protegerse I.AI 13.176, c. expresión del peligro mediante giros prep. ἀσφαλειζόμενος πρὸς τὸ ἀχθῆσαι αὐτὸν (παιδίον) ἐπὶ σοῦ BGU 2069.10 (III d.C.), ἀσφαλίζεσθαι ἀπὸ τῶν πονηρῶν A.Thom.A.79, ἀσφαλίσασθαι ἐνώπιον αὐτῶν (τῶν ὄνων) Hierocl.Facet.111.
2 c. inf. tomar medidas para τοὺς διοδεύοντας καὶ τὸ ἔθνος διὰ παντὸς εἰρηνεύεσθαι ἠσφαλίσατο OGI 613.4 (Siria IV d.C.), ἠσφαλίσαντο μὴ ἐσθίειν Manes 88.6.
3 abs. estar en guardia χρὴ ... ἀσφαλίζεσθαι Basil.M.31.1180B.
German (Pape)
[Seite 381] sichern, schützen, Pol. 18, 23; bes. med., in derselben Bdtg, χώραν 4, 60; ἄκραν τείχεσι 4. 65 u. öfter; τί, gegen etwas, 6, 22. 9, 3; ἠσφάλισμαι ist sowohl pass., 1, 42 u. sonst, als act., 5, 43. Ebenso N.T.
French (Bailly abrégé)
assurer, fortifier (un lieu, un pays) ; Pass. être fortifié;
Moy. ἀσφαλίζομαι;
I. tr. 1 mettre en sûreté, fortifier, garantir;
2 mettre en lieu sûr, s'assurer de quelqu'un (le tenir sous surveillance), enfermer, emprisonner;
II. intr. se mettre en garde, prendre ses sûretés : τι contre qch.
Étymologie: ἀσφαλής.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφᾰλίζω:
1 тж. med. обеспечивать, укреплять (ἄκραν τείχεσι и ἡ πόλις τάφρῳ ἠσφαλισμένη Polyb.): ἀσφαλίζεσθαί τινι τὴν ἐπιφορὰν τῶν βελῶν Polyb. предохранять себя чем-л. от метательных снарядов;
2 med. сковывать, забивать (πόδας εἰς τὸ ξύλον NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰλίζω: [ῐ], Πολύβ. 18. 13, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον: μέλλ.-ιοῦμαι, Διόδ., Ἰώσηπ.: πρκμ. ἠσφάλισμαι Πολύβ. 5, 43, 6: ἀόρ. ἠσφαλισάμην ὁ αὐτ.· ὡσαύτως ἠσφαλίσθην ὁ αὐτ. 5. 7, 12: ― ἀλλὰ τῶν χρόνων τούτων τινὲς εὕρηνται ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, ἴδε κατωτέρ. Καθιστῶ τι ἀσφαλές, ἐξασφαλίζω, ὀχυρώνω, τόπον ἀσφαλίζειν Πολύβ. 18. 13, 3, κτλ. 2)συχνότερ. κατὰ μέσ. = τῷ ἐνεργ., ἐξασφαλίζω, τὰς πλευράς, τὴν χώραν, κτλ. ὁ αὐτ. 1.22, 10, κτλ.· ἀσφαλίζεσθαι πόδας εἰς τὸ ξύλον, συγκλείειν ἀσφαλῶς, Πράξ. τῶν Ἀποστ. ιϛ΄, 24· ἐντεῦθεν παρὰ Βυζαντ. Φυλακίζω. 3) ἀσφαλίζομαι, ὡσαύτως ὡς παθ., καθίσταμαι ἀσφαλής, ὀχυροῦμαι, Πολύβ. 1. 42, 7., 4. 70, 9, κτλ. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ὡσαύτως καθιστῶ ἐμαυτὸν ἀσφαλῆ ἀπὸ τινος, ἀποκρούω, τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ὁ αὐτ. 6. 23, 4, πρβλ. 9. 3, 3. ― Κατὰ τὰ Α.Β. σ. 456, 27, «ἀσφάλεια μὲν καὶ ἀσφαλὲς Ἑλληνικά, τὸ δὲ ἀσφαλίζεσθαι βάρβαρον» δηλ. ἀδόκιμον. ― Παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐλέγετο κατὰ περίφρασιν ἀείποτε: ποιῶ τι ἀσφαλές, καθίστημι ἀσφαλές, ἀσφάλειαν παρέχω, δίδωμι, κλπ.
English (Strong)
from ἀσφαλής; to render secure: make fast (sure).
English (Thayer)
1st aorist passive infinitive ἀσφαλισθῆναι; 1st aorist middle ἠσφαλισάμην; (ἀσφαλής); especially frequent from Polybius down; "to make firm: to make secure against harm; passive to be made secure": ὁ τάφος) (Buttmann, 52 (46)); middle, properly, to make secure for oneself or for one's own advantage (often in Polybius): τούς πόδας εἰς τό ξύλον, Winer's Grammar, § 66,2d.; Buttmann, § 147,8).
Greek Monolingual
(AM ἀσφαλίζω και -ομαι) ασφαλής
1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο
2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω
3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω
4. κλείνω καλά, κλειδώνω
1
Chinese
原文音譯:¢sfal⋯zw 阿-士法利索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:不-動搖 相當於: (אָמֵץ)
字義溯源:使穩妥,妥當,把守妥當,拴;源自(ἀσφαλής)=穩妥的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σφάζω)X*=失敗,失足)組成。參讀 (ἀγρυπνέω)同義字
出現次數:總共(4);太(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 把守妥當(2) 太27:65; 太27:66;
2) 妥當的拴(1) 徒16:24;
3) 把守得妥當(1) 太27:64