Anonymous

ἀρτιπαγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτιπᾰγής''': -ές, ὁ ἄρτι [[παγείς]], στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· [[ναῦς]] Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, [[ὅστις]] «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.
|lstext='''ἀρτιπᾰγής''': -ές, ὁ ἄρτι [[παγείς]], στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· [[ναῦς]] Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, [[ὅστις]] «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> nouvellement planté;<br /><b>2</b> récemment construit;<br /><b>3</b> nouvellement caillé, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[πήγνυμι]].
}}
}}