3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσελγής''': -ές, [[ἀκόλαστος]], [[αἰσχρός]], [[κτηνώδης]], Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· [[μετὰ]] τοῦ, [[βίαιος]], εἰ μὲν [[τοίνυν]]... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ [[βίαιος]] ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· [[καθόλου]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ἄνεμος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. [[λάγνος]], [[μάχλος]], ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ [[θέλγω]], κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[σαλάκων]]). | |lstext='''ἀσελγής''': -ές, [[ἀκόλαστος]], [[αἰσχρός]], [[κτηνώδης]], Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· [[μετὰ]] τοῦ, [[βίαιος]], εἰ μὲν [[τοίνυν]]... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ [[βίαιος]] ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· [[καθόλου]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ἄνεμος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. [[λάγνος]], [[μάχλος]], ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ [[θέλγω]], κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[σαλάκων]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> grossier, violent;<br /><b>2</b> licencieux, impudique;<br /><i>Cp.</i> ἀσελγέστερος, <i>Sp.</i> ἀσελγέστατος.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., [[θέλγω]]. | |||
}} | }} |