Anonymous

ἀτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέλεστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἀκατόρθωτος]], ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον [[θεῖναι]] πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ [[αὔτως]] ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., [[μάτην]], λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, [[μετὰ]] γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν [[ἀμύητος]] καὶ [[ἀτέλεστος]] εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. [[ἀβάπτιστος]], Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἀτέλεστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἀκατόρθωτος]], ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον [[θεῖναι]] πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ [[αὔτως]] ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., [[μάτην]], λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, [[μετὰ]] γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν [[ἀμύητος]] καὶ [[ἀτέλεστος]] εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. [[ἀβάπτιστος]], Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> inachevé, <i>d’où</i><br /><b>1</b> qui ne s’accomplit pas;<br /><b>2</b> sans effet, vain;<br /><b>3</b> qui ne se termine pas, sans fin;<br /><b>II.</b> non initié à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τελέω]].
}}
}}