Anonymous

ἀσύφηλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύφηλος''': [ῠ], -ον, [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[οὔπω]] σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]], οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) [[ἴσως]] ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ [[ὀπός]], Λατ. sucus, sapor, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο: [[ἄνοστος]]).
|lstext='''ἀσύφηλος''': [ῠ], -ον, [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[οὔπω]] σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]], οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) [[ἴσως]] ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ [[ὀπός]], Λατ. sucus, sapor, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο: [[ἄνοστος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans valeur, vil ; ἀσύφηλον [[ἔπος]] IL parole insensée ; [[ὥς]] μ’ ἀσύφηλον ἔρεξε IL comme il m’a indignement traité.<br />'''Étymologie:''' orig. inc. ; pê de [[ἄσοφος]], éol. [[ἀσύφηλος]] ; c. [[Σίσυφος]].
}}
}}