Anonymous

ἀσύμμετρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμμετρος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμμετρος, -ον, ὁ μὴ ἔχων τὸ αὐτὸ [[μέτρον]], ὁ μὴ ἐν ἁρμονίᾳ τινί, ἀξύμμετρον ταῖς μεγίσταις ξυμμετρίαις Πλάτ. Τίμ. 87D, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.· [[πρός]] τι Πλουτ. Θεμ. 22· ἀπολ., [[ἀσύμμετρος]] ἡ [[διάμετρος]] καὶ ἡ πλευρὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 2. ΙΙ. μὴ ἔχων συμμετρίαν, δυσανάλογος, Ξεν. Κυν. 2. 7, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 16, κ. ἀλλ.· [[ἀσύμμετρος]] [[πρός]] τι, δυσανάλογος πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορ. 8, 2· ἀσ. [[οὐσία]], [[ὑπέρμετρος]], [[μεγάλη]], Πλάτ. Νόμ. 918Β: - Ἐπίρρ. ἀσυμμέτρως, Ἀττικὸς παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 805C. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ὁ μὴ ἔχων σύμμετρον [[μέγεθος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 4.
|lstext='''ἀσύμμετρος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμμετρος, -ον, ὁ μὴ ἔχων τὸ αὐτὸ [[μέτρον]], ὁ μὴ ἐν ἁρμονίᾳ τινί, ἀξύμμετρον ταῖς μεγίσταις ξυμμετρίαις Πλάτ. Τίμ. 87D, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.· [[πρός]] τι Πλουτ. Θεμ. 22· ἀπολ., [[ἀσύμμετρος]] ἡ [[διάμετρος]] καὶ ἡ πλευρὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 2. ΙΙ. μὴ ἔχων συμμετρίαν, δυσανάλογος, Ξεν. Κυν. 2. 7, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 16, κ. ἀλλ.· [[ἀσύμμετρος]] [[πρός]] τι, δυσανάλογος πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορ. 8, 2· ἀσ. [[οὐσία]], [[ὑπέρμετρος]], [[μεγάλη]], Πλάτ. Νόμ. 918Β: - Ἐπίρρ. ἀσυμμέτρως, Ἀττικὸς παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 805C. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ὁ μὴ ἔχων σύμμετρον [[μέγεθος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a pas de commune mesure, disproportionné, énorme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμμετρος]].
}}
}}