ἀσύμμετρος
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
Att. ἀξύμμετρος, ον,
A asymmetrical, incommensurable, ταῖς μεγίσταις συμμετρίαις Pl.Ti.87d: abs., Arist.Sens. 439b30, al., Pl.Lg.918b; ἀ. ἡ διάμετρος καὶ ἡ πλευρά Arist.EN1112a23. Adv. ἀσυμμέτρως Dam.Pr.427.
II disproportionate, X.Cyn.2.7; ἀ. πρός τι disproportionate to it, Arist.IA708a15; ill-proportioned, Id.Po.1461a13; ὑπόμνημα of excessive length, Demetr.Lac.Herc. 1014.67F.; κινήματα Phld.Mort.9. Adv. ἀσυμμέτρως ib.8, Attic. ap. Eus. PE15.7.
III unsuited, πρὸς δημοκρατίαν Plu.Per.16, cf. Them. 22; τινί Phoc.3: c. inf., not of fit size to... Arist.GA719b12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconmensurable c. dat. ταῖς μεγίσταις συμμετρίαις Pl.Ti.87d
•abs. οὐσίαν χρημάτων ... ἀσύμμετρον οὖσαν Pl.Lg.918b, ἡ διάμετρος καὶ ἡ πλευρά Arist.EN 1112a23, τὰ μεγέθη Euc.Def.10.2.
2 de excesiva longitud τὸ ὑπόμνημα Demetr.Lac. en CErc.8p.95.
II 1desproporcionado, asimétrico κρᾶσις Thphr.Sens.14 (= Emp.A 86), κινήματα Phld.Mort.9.6, κῶλον D.H.Comp.23
•c. πρός y ac., de los animales ὅσα κατὰ τὸ μῆκος ἀσύμμετρά ἐστι πρὸς τὴν ἄλλην τοῦ σώματος φύσιν Arist.IA 708a15, cf. X.Cyn.2.7
•mal proporcionado σῶμα Arist.Po.1461a13, ἄνδρες Plu.2.8201.
2 inadecuado πρὸς δημοκρατίαν Plu.Per.16, cf. Them.22
•c. dat. διὰ ... μέγεθος τῆς ἀρετῆς ἀσύμμετρον τοῖς καθεστῶσι καιροῖς Plu.Phoc.3
•c. inf. κατὰ μέγεθος ἀσύμμετρον εἶναι περιλαβεῖν Arist.GA 719b12.
3 mat. irracional op. κατὰ λόγον Arist.Sens.439b30.
III adv. -ως
1 inconmensurablemente τὰ δὲ πρὸ τοῦ δημιουργοῦ ὑφέστη ... ἀ. Dam.in Prm.427.
2 desproporcionadamente ἔχειν Attic.5.52.
3 desfavorablemente πρὸς ... τὴν κύησιν Plot.2.3.14.
German (Pape)
[Seite 380] ohne Ebenmaaß, vgl. Plut. Pericl. 3; nicht zusammenpassend, τινί Plat. Tim. 87 d; πρός τι Xen. Cyn. 2, 8; Plut. Pericl. 16; unermeßlich, οὐ σία Plat. Legg. XI, 918 b; incommensurabel, Arist. Mathem.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas de commune mesure, disproportionné, énorme.
Étymologie: ἀ, σύμμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμμετρος: староатт. ἀξύμμετρος 2
1 несоразмерный (τὰ πάχη πρὸς τὰ μήκη Xen.; σῶμα Arst.);
2 несообразный (τινι и πρός τι Plut.);
3 несоизмеримый (ἀ. ἡ διάμετρος καὶ ἡ πλευρά Arst.);
4 непомерный, неисчислимый, огромный (οὐσία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμμετρος: παλ. Ἀττ. ἀξύμμετρος, -ον, ὁ μὴ ἔχων τὸ αὐτὸ μέτρον, ὁ μὴ ἐν ἁρμονίᾳ τινί, ἀξύμμετρον ταῖς μεγίσταις ξυμμετρίαις Πλάτ. Τίμ. 87D, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ.· πρός τι Πλουτ. Θεμ. 22· ἀπολ., ἀσύμμετρος ἡ διάμετρος καὶ ἡ πλευρὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 2. ΙΙ. μὴ ἔχων συμμετρίαν, δυσανάλογος, Ξεν. Κυν. 2. 7, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 16, κ. ἀλλ.· ἀσύμμετρος πρός τι, δυσανάλογος πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορ. 8, 2· ἀσ. οὐσία, ὑπέρμετρος, μεγάλη, Πλάτ. Νόμ. 918Β: - Ἐπίρρ. ἀσυμμέτρως, Ἀττικὸς παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 805C. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ὁ μὴ ἔχων σύμμετρον μέγεθος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύμμετρος και ἀξύμ-, -ον)
δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει αρμονικό σύνολο
2. φρ. «ασύμμετρα ποσά» — ποσά που δεν έχουν κοινό μέτρο
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο
2. υπερβολικά μεγάλος ή υπερβολικά μικρός
3. ανάρμοστος, ακατάλληλος.
Greek Monotonic
ἀσύμμετρος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμμετρος, -ον,
I. αυτός που δεν έχει κοινό μέτρο, αρμονία, τινι με κάτι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Πλούτ.
II. ασύμμετρος, δυσανάλογος, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. having no common measure, τινι with a thing, Plat.; πρός τι Plut.
II. unsymmetrical, disproportionate, Xen.