Anonymous

ἄφραστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφραστος''': -ον, ([[φράζω]]) [[ἀνέκφραστος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· [[πέδη]] Σοφ. Τρ. 1029· ― [[ἀπερίγραπτος]], [[μέριμνα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· [[φάτις]] Σοφ. Τρ. 694· ― [[ἄφατος]], [[ἀναρίθμητος]], σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, [[ἀόρατος]], [[ἄφραστος]], γένετ’ ὦκα βοῶν [[στίβος]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέσις]] περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, [[ὄλεθρος]] Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., [[ἀλόγιστος]], ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
|lstext='''ἄφραστος''': -ον, ([[φράζω]]) [[ἀνέκφραστος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· [[πέδη]] Σοφ. Τρ. 1029· ― [[ἀπερίγραπτος]], [[μέριμνα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· [[φάτις]] Σοφ. Τρ. 694· ― [[ἄφατος]], [[ἀναρίθμητος]], σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, [[ἀόρατος]], [[ἄφραστος]], γένετ’ ὦκα βοῶν [[στίβος]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέσις]] περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, [[ὄλεθρος]] Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., [[ἀλόγιστος]], ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> indicible, inexprimable;<br /><b>II.</b> imperceptible :<br /><b>1</b> invisible (trace de pas, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caché, secret;<br /><b>3</b> incompréhensible, étrange ; mystérieux;<br /><i>Sp.</i> ἀφραστότατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φράζω]].
}}
}}