Anonymous

ἀφειδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφειδέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀφειδής]], ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· [[ἑαυτοῦ]] [[αὐτόθι]] 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ [[αὐτοῦ]], ἀποφύγῃ τὸν κόπον, [[ὥστε]] τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ [[περίπου]] τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι.
|lstext='''ἀφειδέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀφειδής]], ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· [[ἑαυτοῦ]] [[αὐτόθι]] 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ [[αὐτοῦ]], ἀποφύγῃ τὸν κόπον, [[ὥστε]] τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ [[περίπου]] τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀφειδήσω, <i>ao.</i> ἠφείδησα, <i>pf.</i> ἠφείδηκα;<br /><b>1</b> ne pas épargner, ne pas ménager (sa vie, sa peine, <i>etc.</i>), gén.;<br /><b>2</b> ne faire aucun cas de, négliger, se soustraire à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀφειδής]].
}}
}}