Anonymous

ἀχθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχθοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀχθοφόρος]], Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.
|lstext='''ἀχθοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀχθοφόρος]], Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des fardeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]], [[φέρω]].
}}
}}