Anonymous

αὐτουργία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτουργία''': ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτοκτονία]] ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ [[ἐργασία]] κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. [[πεῖρα]], Πολύβ. 9. 14, 4.
|lstext='''αὐτουργία''': ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτοκτονία]] ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ [[ἐργασία]] κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. [[πεῖρα]], Πολύβ. 9. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail qu’on fait soi-même, travail personnel;<br /><b>2</b> meurtre sur soi-même <i>ou</i> sur les siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτουργός]].
}}
}}