Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχρημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχρημάτιστος''': -ον, [[ἡμέρα]] [[ἀχρημάτιστος]], καθ’ ἥν οὐδεμία δημοσία [[ὑπηρεσία]] ἐγίνετο, Λατ. «dies non», Πλουτ. 2 273C, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4703d.
|lstext='''ἀχρημάτιστος''': -ον, [[ἡμέρα]] [[ἀχρημάτιστος]], καθ’ ἥν οὐδεμία δημοσία [[ὑπηρεσία]] ἐγίνετο, Λατ. «dies non», Πλουτ. 2 273C, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4703d.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non occupé d’affaires.<br />'''Étymologie:''' ἀ, χρηματίζομαι.
}}
}}