Anonymous

λαιμαργία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμαργία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.
|lstext='''λαιμαργία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[λαίμαργος]].
}}
}}