Anonymous

παραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
|lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
}}
{{bailly
|btext=entraver, empêcher ; <i>Pass.</i> être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ποδίζω]].
}}
}}