Anonymous

καταπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπετάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναπτύσσω]], ἀνοίγω τι [[ὑπεράνω]] τινός, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ [[ἱστίον]] καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. [[ἐκτείνω]] ἢ [[καλύπτω]] μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· [[μετὰ]] γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.
|lstext='''καταπετάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναπτύσσω]], ἀνοίγω τι [[ὑπεράνω]] τινός, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ [[ἱστίον]] καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. [[ἐκτείνω]] ἢ [[καλύπτω]] μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· [[μετὰ]] γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπετῶ, <i>ao.</i> κατεπέτασα, <i>part. pf. Pass.</i> [[καταπεπταμένος]];<br /><b>1</b> déployer d’en haut : [[ἱστίον]] PLUT déployer une voile;<br /><b>2</b> recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετάννυμι]].
}}
}}