Anonymous

καταστρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
|lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]].
}}
}}