Anonymous

βαθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
|lstext='''βᾰθύθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
}}
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux cheveux touffus;<br /><b>2</b> à l’épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[θρίξ]].
}}
}}