3,252,132
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ. | |lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |